-
1 речной
речн||ойприл ποταμήσιος, ποτάμιος:\речной берег ἡ ἀκροποταμιά· \речнойая рыба τό ποταμόψαρο· \речнойое судоходство ἡ ποταμοπλοία· \речной пароход τό ποταμόπλοιο. -
2 пароход
το ατμόπλοιο, το βαπόρι (ξεν.)пассажирский - επιβατικό -, επιβατηγό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пароход
-
3 трамвай
трамвайм τό τραμ, ὁ τροχιόδρομος:грузовой \трамвай τό φορτηγό τραμ· речной \трамвай τό ἐπιβατικό ποταμόπλοιο. -
4 трамвай